-
1 κύπτω
A (10.10): [tense] aor. ἔκυψα (v. infr.): [tense] pf.κέκῡφα Hp.Steril.217
:—bend forward, stoop,πλευρά, τά οἱ κύψαντι παρ' ἀσπίδος ἐξεφαάνθη Il.4.468
;ἔλαβεν.. κύψας ἐκ πεδίοιο 17.621
, cf. 21.69; ὁσσάκι γὰρ κύψει' ὁ γέρων πιέειν μενεαίνων κτλ. Od.11.585;κ. ἐστὴν γῆν Hdt.3.14
;κάτω κ. Ar.V. 279
(lyr.), Thphr.Char.24.8; ;χαμᾶζε Plu.Ant.45
: freq. in [tense] aor. part. with another Verb, ἔθει κύψας ran with the head down, i.e. at full speed, Ar.Ra. 1091 (anap.);ὁμόσ' εἶμι κύψας Id.Ec. 863
; ; κύψας ἐσθίει eats stooping, i.e. greedily, Id. Pax33; sens. obsc., Hippon.22 Diehl.2 hang the head from shame, οὗτος, τί κύπτεις; Ar.Eq. 1354, Th. 930; or sorrow, Amphis 30.6, Euphro 1.27, or thought, Epicr.11.21, 23 (anap.).4 κύψαι, = ἀπάγξασθαι, Archil.35, cf. Phot.5 of animals, to be bowed forward, opp. the erect figure of man, Arist.PA 657a15; κέρεα κεκυφότα ἐς τὸ ἔμπροσθε horns bent forward, of certain African oxen, Hdt.4.183;ἐπὴν ὁ στόμαχος [τῆς ὑστέρης] ἐς τὸν ἀρχὸν κεκύφῃ Hp.
l.c.
См. также в других словарях:
υπολείπω — ὑπολείπω ΝΜΑ [λείπω] 1. αφήνω κάτι ως υπόλειμμα, αφήνω υπόλειμμα 2. (το μεσ.) υπολείπομαι α) μένω ως υπόλοιπο, ως περίσσευμα, απομένω (α. «υπολείπονται δύο δόσεις ακόμη» β. «πέμπτον δ ὑπελείπετ ἄεθλον», Ομ. Ιλ.) β) (μτφ. με γεν.) μένω πίσω,… … Dictionary of Greek